Πλοίαρχος Υακίνθη Τζανακάκη
Ο Σταυρός του Νότου να λάμπει πάνω από τον Ατλαντικό, φάλαινες σε γοητευτικές πλεύσεις, πιγκουίνοι στο Στενό του Μαγγελάνου: η ζωή της πλοιάρχου Υακίνθης Τζανακάκη είναι γεμάτη τέτοιες εικόνες. Από μικρή ηλικία περνούσε τα καλοκαίρια στην Ανάβυσσο με τον παππού της και μπαινόβγαινε στο καΐκι του: αυτό φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία της, αφού σε ηλικία 15 χρονών ανακοίνωσε στους οικείους της την απόφασή της: «Ξύπνησα μια μέρα και είπα ότι θέλω να γίνω καπετάνισσα. Χωρίς να έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτό το επάγγελμα, χωρίς να ξέρω τι απαιτείται. Έκτοτε κλείδωσε στο μυαλό μου, δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο», λέει. Φοίτησε σε μια σειρά ναυτικών σχολών, πραγματοποιώντας ενδιάμεσα υποχρεωτική θαλάσσια υπηρεσία –άλλωστε πιστεύει πως ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου μπορεί το πετύχει, αρκεί να το θέλει πολύ.
Ως αξιωματικός μπάρκαρε για πρώτη φορά σε πετρελαιοφόρο, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο για οκτώ μήνες τον χρόνο. «Η επιλογή μου είχε πολύ μεγάλη σχέση με το ταξίδι. Από μικρή ήθελα να δω τόπους, να έρθω σε επαφή με ανθρώπους που έχουν άλλο τρόπο ζωής. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και στην Αθήνα να βρίσκομαι, μου είναι το πιο εύκολο πράγμα να βάλω δυο ρούχα σε ένα σακ βουαγιάζ και σε μισή ώρα να έχω φύγει. Δεν λέω ποτέ “πού να τρέχω τώρα”».
Όταν μπαρκάρει, κατεβαίνει μόνο στα λιμάνια. Σπάνια προλαβαίνει κάτι περισσότερο, καθώς το καράβι μένει δεμένο δύο-τέσσερις μέρες, ενώ ανάλογα με τον βαθμό σου είναι πιθανό να μην μπορείς να κατέβεις καθόλου. «Ως υποπλοίαρχος είναι δύσκολο, γιατί είσαι υπεύθυνος φορτοεκφόρτωσης, ως ανθυποπλοίαρχος έχεις βάρδια.
Θυμάμαι σε ένα νησί της Καραϊβικής, όποτε τελείωνα τη βάρδιά μου, έβαζα μαγιό και έτρεχα στην παραλία. Όταν έγινα πλοίαρχος, του έδωσα και κατάλαβε», θυμάται και περιγράφει πόσο την εντυπωσίασε ο ελληνισμός της Αλεξάνδρειας: «Κανόνισα μια ξενάγηση, πήγα σε ελληνική συνοικία και στο σπίτι του Καβάφη και μόνο τότε κατάλαβα όλα αυτά που άκουγα για τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, για την ευμάρειά τους, για την κληρονομιά που έχουν αφήσει, όπως την ελληνική γλώσσα, την κουζίνα, τον πολιτισμό».
Αλλά και όσα βλέπει εν πλω, όπως το Βόρειο Σέλας ή τους μαύρους κροκόδειλους στον Παναμά, στα κεφάλια των οποίων στέκονταν πουλιά, είναι εξίσου συναρπαστικά. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ και το GPS που έδειχνε γεωγραφικό πλάτος 00° 00’ 00’’ στον Ισημερινό. Ή τους ανθρώπους: τη χαλαρότητα των Λατινοαμερικανών, οι οποίοι ανέβαιναν για εργασίες στο πλοίο και έδεναν στους σωλήνες την αιώρα τους, ή τους Ρώσους με τα γούνινα καπέλα, που άνοιγαν μια τρύπα στον πάγο και ψάρευαν μέσα σε αυτήν».
Τώρα εργάζεται σε υγραεριοφόρο και λείπει τέσσερις μήνες τον χρόνο. Η ζωή στο πλοίο είναι αποκλειστικά δουλειά, μας λέει, αφού, ακόμη κι όταν ξεκουράζεται, το μυαλό της είναι στις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, ποτέ δεν δυσανασχετεί: «Μου αρέσει πάρα πολύ ως δουλειά. Και το ότι φεύγω μου αρέσει. Όταν είμαστε για μέρες στη θάλασσα, δίχως να βλέπουμε στεριά, είναι μαγικά. Δεν ένιωσα ποτέ εγκλωβισμένη, ίσα ίσα νιώθω μέσα στη φύση…».
Πηγή: Καθημερινή / Όλγα Χαραμή